- εκτρύπημα
- ἐκτρύπημα, το (Α)1. σκόνη που δημιουργείται από το τρύπημα τού ξύλου με τρυπάνι, τα τρυπανίδια2. τρύπα που γίνεται με τρυπάνι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκτρυπήματα — ἐκτρύπημα dust made by boring neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)